• A.jpg
  • C.jpg
  • D.jpg
  • E.jpg
  • B.jpg
  • F.jpg

Συνδεση



Αναμνήσεις


Η Φωνή του Χωρκού μου.

Αφηγητής: Δημήτρης Χατζηδημητρίου

 

Η Φωνή του Χωρκού μου.

Έκατσα διαλογίστηκα τζιε σκέφτηκα καμπόσo 
το πρόβλημα που έχουμε 
τζιε μέρα -νύχτα τρέχουμε
πώς να το κάμω καθαρό να σας το μεταδώσω .

Τζιην του Χωρκού ακούσετε ποττέ σας την φωνή του;
Το κλάμα το παράπονο που έσιη στη ψυσιή του ;

Πείτε μου τι εκάμετε ν’αλλάξει έστω λλίο 
εμείναν ούλλα γεριμα σαν το νεκροταφείο .

Ξεράναν οι γρυσομηλιές , τζι’αντί δεντρά βλαστούσειν
Οκέλλες μα τζιε Μέγαρα τζι’άλλοι θα τα χαρούσειν.

Σπιθκια βλαστήσαν κάμποσα μες’τες περιουσίες
π’άνήκουν εις τους χωρκανούς τζιε εχουσειν Αξίες.

Πείτε μου πόσες Αγωγές εκάμαν χωρκανοί μας
που χτήσαν στο χωράφιν τους τζι’άλλαξεν η ζωή μας.

Πόσοι διεκδηκήσασειν για την περιουσία
που κάμαν οι προγόνοι μας τζιαμέ εν η ουσία.

Ξέρω πολλοί πουλήσασειν γιατ’ειχασειν ανάγκες 
τζιε άλλοι τους κατηγορούν τζιε κάμνουσειν τους μάγκες.

Αν είμαστεν μονόβουλοι τζιε κάμναμεν κινήσεις
σιουρα θα εβρίσκαμεν για τουτα ούλλα λήσεις.

Το κράτος εν που όφειλε εμάς να προστατέψει 
να δεί για τες ανάγκες μας , στο δίκιο να πιστέψει.

Αντί αυτού να συζητά ποιοι εν να πάσειν πίσω 
«ποιον εν να πάρω σπίτι του , τζιε ποιόν εν να κλωτσήσω.»

Λαλούν μας οι σφετεριστές πως θάχουσειν τζιε λόγο 
Αντί που να ξεκουμπιστούν θα ποιάσουσειν τζιε Δώρο.

Κάτσετε κάτω χωρκανοί σκεφτείτε με τον νου σας
σκεφτείτε τι οφείλετε στη μνήμη τους γονιούς σας.

Να τα διεκδηκούμεντε όσοι τζι’αν πάσει γρόνοι
τζιασ’εν πολλά τα βάσανα τζι’ατέλειωτοι οι πόνοι.

Τζιήνα που μας ανήκουσειν γράφει τα το Κοτσιάνι 
τζι’αν δεν δεχτούμε μόνοι μας κανένας εν τα ποιάνει.

Ελάτε να κουντήσουμεν να δούμε τι θα γίνει
«Συν Αθηνά .. λαλούσασειν τζι’εσύ.. την χείρα κίνει.»

Τζιε το Χωρκόν εμιλησε τζιε λάλισεν τζιε ειπε

«Προσέξετε μεν μείνετε ουλλοι στην απραξία 
αναπολώντας τα παλιά χαμένα μεγαλεία
Ξυπνάτε τζιε κοντράρετε τωρά εν ευκαιρία 
Ν’ Αγωνιστείτε όπως παλιά για την Ελευθερία.»

Χατζηδημητρίου Δημήτρης 29/9/2017.

 


ΑΝΑΜΝΉΣΕΙΣ.

 

ΑΝΑΜΝΉΣΕΙΣ.

Εν τζιε επέρασεν τζαιρός που παίζαμεν λουκκούθκια –
Λιγκρί μα τζιε σκατούλλικα με τα’άλλα κοπελλούθκια.

Συνάουνταν οι σκάπουλλοι στο πάνω το αλώνι –
ετσι εκάμναν ούλλοι τους , έτσ’έκαμνα τζιεγιώνι.

Τα ππιριλιά , ο ζήζηρος αλλά τζιε με τες μάππες –
ούλλοι μαζίν επαίζαμεν , εβάλλαμεν τζιε κλάππες.

Κούρσες εν που εκάμναμεν να δούμε ποιος θα ρέξει –
τζιέ ζύττουραν εσήρναμεν πρώτος ποιος εν να παίξει.

Με πόλεμον τζιε με χωστόν ούλλοι ενιωθήκαν –
μα το εβδομηντατέσσερα πισω τους τα αφήκαν.

Τζιε οι κορούες του χωρκού τες παραπάνω μέρες –
τες κούκλες τους επιάννασειν τζι’επαίζασει κουμέρες.

Είσιεν παιγνίθκια ομαδικά που τα επαίζαν ούλλοι –
χαράν πολλήν εκάμναμεν κορούες τζιε σκαπούλλοι.

Βόλε’ι’ τζιε Γερμανικόν , αλλά τζιε Βασηλέα
κορούες μα τζιε σκάπουλλοι επαίζαμεν παρέα –

Που ούλλα που εκάμναμεν εγιώ εκαρτερούσα .
πότε το Πασχαν εν να ρθεί , να κρεμμαστεί η σούσα.

Είχαμεν λόγον οι μιτσιοί τούτο να καρτερούμε –
γιατ’ήταν ευκαιρία μας ζαμπούα για να δούμε .

Στα άρμενα που φκέννασειν τζιέ πούλλον εδιούσαν –
εμείς χαράν εκάμναμεν την φούστα που φωρούσαν.

Πούλλον τζιε τέγνην βάλλασειν ψιλά για ν’ανεβούσειν –
τζιοι σκάπουλλοι να καρτερούν το κάτι τις να δούσειν.

Με τούτα ούλα που λαλώ εν για να σας θυμήσω –
για τα όμορφα τούντης ζωής να σας προβληματίσω.

Πασκίζω μα τζιέ καρτερώ πότ’εννα πάω πίσω –
τές γειτονιές που παίζαμεν να τες ξαναγειρίσω.

Τζιήνα που τότε ζήσανεν , εν τζιε γυρίζου πίσω –
σίουρα όμως όσπου ζιώ εν θα τα λησμονήσω.

Έσιης τζι’εσού προσωπικό λόγο για να γυρίσεις –
Μα τζιήνα που εζήσαμεν εγίναν αναμνήσεις.

Χατζηδημητρίου Δημήτρης. 3 / 10 / 2017.

 


ΘΥΜΗΣΕΣ Τ’ΑΗ ΓΡΟΣΙΟΥ 2.

 

ΘΥΜΗΣΕΣ Τ’ΑΗ ΓΡΟΣΙΟΥ 2.

Οι θύμησες που μείνασην -
για πάντα στο μυαλό μου –
εν τζιήνες που με κάμνουσην –
τζιε μέσα μου φωνάζουσην –
να πάω στο χωρκό μου.

Η στράτα έννεν δύσκολη –
ξέρουμε πόθεν βγάζει –
αν έρτετε π’ανατολή –
ποτζιή πον το «Πογάζι»

Εις τον «Λιμνιόνα» θάρτετε να δείτε τες βαρκούες –
τζιήστερα στον «Πασιήαμμον» θα δείτε σιελωνούες.

Που το περβόλιν ύστερα του Σέρκη του Σιππούρα –
πουπάνω που την «Στάζουσα» που το νερόν εβούρα..

Εις του Γιωρκή του κέντρατζιη λλίον θα σταματίσω –
την μνήμην του πατέρα μου θέλω ν’αναπολήσω.

Τζιαμέ εν που μας άφικεν στη θάλασσα που μπείκε -
Τζιε με τα τρία ορφανά την μάνα μας αφίκεν.

Τραβώντας εις τα δυτικά ο δρόμος όπως πάει –
στα «Μαχαζένια» φτάννουμεν εν ίσια τζιεν κολάι.

Που τζιαχαμέ θα κλώσουμε ζαυρά στην ανηφόρα –
καμετε λλίον πομονή πάρτε τζιε λλίην φόρα .

Πουπάνω για να ρέξουμε να δούμεν τι εγίνειν –
«Κοτσιηνοχώραφα» λαλούν περιοχήν εκείνην.

εις το Σφαγίον φτάννουμεν μόλις ειξημουττήσεις -
τζιε το χωρκόν εφάνικεν άμμαν παρατηρήσεις .

Δεξιά σου εν ο ποταμός τα «κάτω τα περβόλια» -
που εν θα τα ξεχάσουμεν όσα τζια πασην γρόνια

Μπαίνοντας μέσα στο χωρκό τα πρώτα πον να δείτε –
ευκολα εν να τ’άβρετε εις το χωρκό σαν μπείτε.

Τους καφενέες , την εκκλησιά , το Συνεργατικό μας –
είσιεν ποούλλα τα καλά το όμορφο χωρκό μας.

Μαννάβικα , Μπακκάλλικα , Ραφτάδικο Κουρίο –
Ταβέρνες μα τζιε Σύλλογο ακόμα τζ’Ιατρίο.

Ποιο πέρα εν να ρέξετε που το Παντοπωλείο –
που είσιεν τζιε Κασάπικο αφο’ σιεν τζιε σφαγείο.

Ρέσσω ακόμα ποιο περα στο σηνεμά τ’Ανδρέα –
που αθημούμε ως σήμερα τα έργα τα ωραία.

Ακόμα λλίον πάρα τζιή του Σέρκη εν ο Μύλος –
τ’ αλεύριν τους ελέχασην τζιε μ’ούλλους ήταν φίλος.

Δύπλα του φίλοι ακριβώς στο χτίριο το δύο –
ήταν ο μύλος των Ελιών το Ελαιοτριβείο.

… Άλλα ονόματα έν’θα πω ούτε θα ξεχωρίσω –
Κανέναν που τους χωρκανούς έν θα κακοκαρτήσω.

αφήνω τον καθέναν σας την στράτα να παέννει –
μέσα στην κάθε γειτονιά μόνος του θα ξεβέννει.

Ο κάθε ενας που εσάς δικές του έσιει μνήμες -
Που αν τες ιστορίσουμεν εν να μας πάρει μήνες.

Πιάστε τη στράτα ούλλοι σας τζιε δώστε τον γυρό σας -
πήτε την ιστορία σας τζιε το παράπονό σας.

Να τα λαλείτε των παιθκιών κόμα των εγγονιών σας-
τες ιστορίες του χωρκού τη ζήση των γονιών σας.

Χατζηδημητρίου Δημήτρης 30/9/2017.


ΘΥΜΗΣΕΣ Τ’ΑΗ ΓΡΟΣΙΟΥ.

Normal 0 false false false MicrosoftInternetExplorer4

/* Style Definitions */ table.MsoNormalTable {mso-style-name:"Table Normal"; mso-tstyle-rowband-size:0; mso-tstyle-colband-size:0; mso-style-noshow:yes; mso-style-parent:""; mso-padding-alt:0in 5.4pt 0in 5.4pt; mso-para-margin:0in; mso-para-margin-bottom:.0001pt; mso-pagination:widow-orphan; font-size:10.0pt; font-family:"Times New Roman"; mso-ansi-language:#0400; mso-fareast-language:#0400; mso-bidi-language:#0400;}

ΘΥΜΗΣΕΣ Τ’ΑΗ ΓΡΟΣΙΟΥ.

Τες Θύμησες τ’Άη Γροσιού πώς να τες καταγράψεις -
που άμαν τες αναπολείς -
λλιοκαρτίζεις τζιε πονείς-
τζι’έρκαιτε σου να κλάψεις.

Πόθεν ν’αρκέψω να λαλώ τζιε που να σταματήσω -
θα τα θυμούμαι ώσπου ζιώ τζι’όσπου να πάω πίσω .

Την θάλασσαν εις τον Βορκάν ή το βουνό στο Νότο -
ή τα περβόλια τα πολλά που γίνασειν με κόπο .

Η θάλασσα εις τον Βορκάν εδίαν μας τα ψάρκα -
Τζιε το βουνόν εις τον Νοθκιάν εφκαλλεν μανιτάρκα .

Παρπατητός επίεννα τζιηκάστα «Μαχαζένια» -
τζι’η μάνα μου εθύμοννεν τζι’έλαμνεν την η ένια .

Πίεννα ως την θάλασσαν τζι’έπιαννα λλίο ψάρι -
τζιε στο στραφί μου μάζευκα τζιε κάμποσο καππάρι -

Τζιε τον Σιημώνα το πρωί πριν πάω στα σκολεία -
εξιστρατούσα νακκουρί - τζι’έστηννα καναν βερκί -
που είχα μες την κουκκουρκάν μαζί με τα βιβλία .

Εις το διάλειμμαν που έπαιζεν το δεύτερο κουδούνι -
στον «Πόρον» επετάσσουμουν τζι’έρκουμουν μονοβούρι.

Τσιακκάρισκα τζιε τα βερκά τζι’έπιαννα τα πουλλούθκια -
τζιε παναήρκα κάμναμεν με τ’άλλα κοπελλούθκια -

Το δήλης εξομάκριζα ποτζιήττε που τον «Πόρον»-
τζι’ός το «Καψάλιν» έφτανα τζιε θα σας πω τον λόγον.

Εις το «Καψάλιν» έφκαλλεν ωραία μανητάρκα -
γι’αυτόν τον λόγον πίεννα μες τα ορμάνια τ’άρκα.

Εσιη πολλά για να σας πω σε δεύτερο μου ποίημα -
Η θύμησες μου εν πολλές -
στ’Άη Γροσιού τες γειτονιές-
στο κάθε μου το βήμα.

Κάμνουμεν ούλλοι πομονήν τζιε σφίγγει η καρκιά μας-
ο πόθος της επιστροφής -
καθήκον έχουμεν εμείς -
να πάει στα παιθκιά μας.

ΧΔ. Δημήτρης . 25 / 9 / 2017.

 


ΤΑ ΞΗΛΟΠΑΤΟΥΡΑ Ή ΟΙ ΣΥΜΠΕΤΤΕΡΟΙ παραδοσιακός χορός

Στον Άγιο Αμμρόσιο Κερύνειας μέχρι και το 1974 όλοι οι γάμοι γίνονταν με τα παραδοσιακά ήθη και έθιμα και διαρκούσαν από το Σαββάτο πριν τη Κυριακή που γινόταν το μυστήριο του γάμου στην εκκλησία μέχρι την Τρίτη, και την επομένη Κυριακή γινόταν ο αντίγαμος. Εκτός από το φαγητό και το γλέντι τραγουδούσαν και χόρευαν μέχρι τα μεσάνυκτα και σε αρκετές περιπτώσεις μέχρι τις αυγηνές ώρες. Συνήθως οι γάμοι γίνονταν τους καλοκαιρινούς μήνες και τα τραπέζια στρώνονταν στην αυλή του σπιτιού των νεονύμφων. Η ώρα οκτώ με εννέα το βράδυ άρχιζαν οι χοροί με τους ποιητάρηδες να ανταγωνίζονται στα ερωτικά τσιαττίσματα και εκείνα του παληωμάτου. Τσιαττιστάες ήσαν ο μουχτάρης του χωριού Μιχαήλ Πέσιογγες άλλως Τσιάτταλος, ο Πρόδρομος Χαϊράλλας, ο Βασίλης Χαπέσιης, ο Γιώργος Χαπέσιης, ο Κυριάκος Φωτίου άλλως Χωματάς, ο Νικόλας Κουγιούντας, ο Κυριάκος Τζιώρτζιης άλλως Κάκουρας και άλλοι.

Μεταξύ των παραδοσιακών χορών που χόρευαν και μέχρι σήμερα δεν είδα αυτούς τους χορούς να τους χορεύουν σε άλλα χωριά ή από χορευτικά συγκροτήματα, είναι ο χορός του Μασιαιρκού, ο Κουτεντές και τα Ξυλοπάτουρα ή άλλως οι Συμπέττεροι. Στο κείμενο αυτό θα προσπαθήσω να περιγράψω όσο καλά μπορέσω και από ότι θυμούμαι τον χορό ΤΑ ΞΗΛΟΠΑΤΟΥΡΑ.

Είναι καθαρά ανδρικός χορός και χορεύεται από δυό άτομα, τους υποτιθέμενους πατεράδες του γαμπρού και της νύφης των οποίων τα παιδιά τους είναι νοστοχάρτωτα (μόλις έχουν αρραβωνιαστεί). Φορούν και οι δυο ποδίνες και χορεύουν ο ένας απέναντι από τον άλλο. Αρχικά με λόγια και χειρονομίες εκθειάζουν τα παιδιά τους για τις καλοσύνες τους και τη νοικοκυροσύνη, την εργατικότητα, την κατανόηση, ότι θα την έχει βασίλισσα, θα του μαγειρεύει τα πιο καλά φαγητά η βράκα και οι ποδίνες θα είναι πάντοτε καθαρά, η νύφη έχει μια ντουζίνα σεντόνια μεταξωτά και ο γαμπρός δκυό βούδκια ξώπρωτα με τα ζυάλετρα τζιαι δκυο γαάρους κλπ. κλπ. Στη συνέχεια αρχίζουν να διαφωνούν στην προίκα και να κάνουν χειρονομίες ότι θα κτυπήσει ο ένας τον άλλο λέγοντας ότι του έταξεν το τερατσαρκό τζιαι έν του το βούλλωσεν (μεταβίβασε) απαντώντας ότι θα του δώσει πενήντα σκάλες στον Βασιλειάτη (κορυφή του Πενταδακτύλου) για να κάμνει ιλάρκα (τελλάρα για κόσκινα που είναι ειδικότητα για τσιγγάνους), απαντώντας ότι θα της κκοτσιανιάσει (μεταβιβάσει)  δέκα σκάλες μέσα που τον Κατσόσιοιρο (βράχος μέσα στη θάλασσα να το φυτέψει χρυσομηλιές, το σπίτι πρέπει να το κτίσει η νύφη απαντώντας ότι το έθιμο είναι να το κτίζει ο γαμπρός και να το προιτζιίζει η νύφη κλπ, κλπ. Στο τέλος κάθονται και οι δυό ο ένας απέναντι από τον άλλο και βγάζουν τις ποδίνες, ο ένας πιάνει και με τα δυο του χέρια την ποδίνα από την πατούσα και τη σηκώνει ψηλά για να κτυπήσει τον απέναντί του, ο άλλος γέρνει και πέφτει ανάσκελα και όταν ακουστεί ο δυνατός κρότος της ποδίνας που κτυπά ση γη ο απέναντι σηκώνεται και σηκώνει την ποδίνα να κτυπήσει τον απέναντι και πέφτει αυτός ανάσκελα όλα στο ρυθμό της μουσικής και η διαδικασία συνεχίζεται για μερικά λεπτά με τον κόσμο και τον βιολάρη και λαουτάρη να τους παροτρύνουν να δώσουν φανταστικά πράγματα και χωράφια για προίκα. Στο τέλος οι υποτιθέμενοι πατεράδες (συμπέττεροι) σηκώνουνται και ξηλώνουν (διαλύουν) τους αρραβώνες των παιδιών τους. Καλοί χορευτές του χορού αυτού ήσαν ο Νικόλας Φοαρτάς, ο Μιχάλης Παπαγεωργίου (Χαηλής της Ορτοδοξιάς), ο Κυριάκος Κκυρατζιής, ο Σαββάκης του Κατσαβούννη κλπ.


Ο Άις Γιώρκης τους Λυμπούρους

Το κείμενο αυτό θα το γράψω στην Κυπριακή διάλεκτο, αυτή που μιλούσαμε στον Άγιο Αμβρόσιο μέχρι τον Αύγουστο του 1974 που μας έδιωξαν με τη βία των όπλων οι ορδές του Αττίλα. 

Κατανάτολα τ' Άι Γροσιού πάνω κάτω δκυό εγγλέζικα τζιαι νάκκον παρκάτου που το έναν εγγλέζικον που τι παραγιάλι, εν τα ερείπια του χωρκού Άις Γιώρκης. Οι θεμελιοί των σπιδκιών εν ίσια - ίσια με την γή τζιαι οι τοίχοι της εκκλησιάς εν κανένα μέτρον πάνω που την γή. Στην ανατολή που ήταν το ιερόν είσιεν τόπον τζιαι αφταίναμεν την καντήλαν του Αγίου. Λαλούμεν τον 'Αι Γιώρκη τους Λυμπούρους γιατί που την αυλήν της εκκλησιάς επιάναμεν χώμα τζιαι εβάλλαμεν τζιαι οι λυμπούροι εχάννουνταν. 

Το χωρκόν τούτον την πεοχήν του Βυζαντίου ήτουν παρατηρητήριον για τες επιδρομές τους Σαρατζιηνούς διότι οι Σαρατζιηνοί εβκαίναν που τον Λιμιώνα βορειοανατολικά του χωρκού τζιαι ελεηλατούσαν την περιοχή. Για τον λόον τούτν είσιεν πέντε ακρίτες που εμεινίσκαν στο χωρκόν για να φυλάουν τα παραγιάλια. Τους ακρίτες τούτους ελαλούσαν τους τζιαι σπαθάριους ή σπαθοφόρους διότι εδικαιούνταν τνα κρατούν σπαθί. Οι σπαθάριοι ήταν αξιωματούχου του Βυζαντίου τζιαι ήταν οι υπασπιστές του αυτοκράτορα.

Μιάν τζιερκατζιήν του καλοτζιαιρκού που ήτουν τζιαι το φεγγάριν γεμάτον είσιεν γάμον στο χωρκόν τζιαι τη νύκταν άψαν γαδκιά τζιαι εκρεμμάσαν τα πάνω στες τερατσιές τζιαι τες εληές, ζαττίν τα χωράφκια της περιοχής εν ούλα εληοχώρκα τζιαι τερατσοχώρκα. Οι χωρκανοί ετρώαν, επίνναν  τζι' εδιασκεδάζαν μεσ' την νύκτα. Σαν εδιασκεδάζαν ήρταν τζαι έξη ξένη στον γάμον, εκαλέσαν τους τζιαι τζιείνους να φάν τζιαι να διασκεδάσουν μιτά τους. Άμα εμπήκαν στο κέφι αρκινήσαν τζι' τραουδούσαν στην γλώσσαν τους το εξής τραούιν. "Ώσπου στέκει το φεγγάριν εν τζι' η νύφη στο καμάριν, άμα δύση το φεγγάριν πά' η νύφη στο καράβι. Κάτι γέροι που εξέραν την γλώσσαν τους εσιουπποβάλαν τζιαι επήαν στους γονιούς του αντροϋνου τζιαι είπαν τους ίντα που λαλούν οι ξένοι. Τα πεττερικά εφωνάξαν τους σπαθάριους τζιαι είπαν τους τα καθέκαστα. Ο αρχηγός τους σπαθάριους έκαμεν σχέδιον να σκτώσουν τους ξένους. Είπεν στο αντρόϋνον να φύουν τζιαι πάσιν πολλά μακρυά να χωστούν. Ο ίδιος ετιτσιρώθηκεν τέλια τζι' εσκουλλίστηκεν μέσ' την καρκόλαν της νύφης με το σπαθίν του στο πλευρόν. Οι άλλοι σπαθάριοι εκρατούσαν τα μασιαίρκα τους χωσμένα στην κόξαν τους. 

Άμα έδυσεν το φεγγάριν οι Σαρατζιηνοί εγυρέψαν τη νύφη γιατί ιμίσιη μου ήτουν να φύουν τζιαι εθέλαν να την ποσιαιρετήσουν. Είπαν τους ότι εν είσιεν γάμον αλλά εδιασκεδάζαν μόνο. Εμουντάραν στο κρεββάτι της ν΄φης να την πιάσουν τζιαι ο αρχηγός τους σπαθάριους εσκότωσέ τον.Εμουντάραν τζιαι οι άλλοι τζιαι εσκοτώσαν τζιαι τους υπόλοιπους. Μετρούν τα πτώματα, ήτουν πέντε, οι ξένοι ήτουν έξη, εφάαν τους τόπους μέσ' τη νύκταν τζι' έν τον ηύραν. 

Ο αρχηγός τους σπαθάριους εκάλεσεν τους χωρκανούς τζιαι είπεν τους ότι τούτος που έφυεν εν να πάει στο καράβι να κατεβάσει δύναμη να τους ισφάξουν ούλους τζιαι πρέπει να πάσιν να χωστούν μεσ' τον σπήλιον που ξέρουν για  να μεν τους εύρουν. 

Ο σπήλιος τούτους εν κανένα εγγλέζικον δυτικά τζιαι εν πολλά μιάλος τζιαι χωρεί ττους ούλους μέσα, μέσ΄τη μέσην που πάνω έσιει τρύπαν σαν να είναι λάκκος για να μπαίννει νόκκον φως τζιαι αέρας. Μέσ΄το στόμα του σπήλιου έσιει βλασημένη σσιινιά μιάλη τζιαι είσιεν τζιαι πέτρες τζι' εστουππώναν τον τέλεια. Μέσ' τον σπήλιον είσιεν τερτσιέλλιν τζι' εκρεμμάζαν σούσαν άμαν είσιεν μωρόν μιτσίν να το σούζουν να μεν κλαίει. Ο σπήλιος τούτος εν εις την περιοχήν Αλαφάντης μέσ' το χωράφιν της Σοφίας του Χαηλή του Πρωτόπαπα γεναίκας του Χάμπαρου του Κάκκα. (Στον σπήλιον τούτον έμπηκα τζι' εγιώνι μέσα τζιαι εία τον). Μιά γεναίκα είσιεν μωρόν μιτσήν τζι' ελαλούσαν της "κούνια μάνα το παιδίν να γλυτώσεις τη ζωήν". Σαν ήτουν ούλοι τους μ'εσ' τον σπήλιον ακούσαν πόξω φωνές τζιαι φασαρίαν. Άμα εσταματήσαν οι φωνές τζιαι επέρασεν κάμποση ώρα εβκήκαν έξω που το σπήλιον τζι' επήαν στο χωρκόν τους. Οι Σαρατζιηνοί εκρούσαν το χωρκόν τζιαι που ούλα τα σπίδκια έβκαινεν καπνός. 

Ο καχάνας έπιασεν ότι εγλίτωσεν που τη φωδκιά τζιαι εβκήκαν στη μούττην του βουνού,εγύραν του ζυού τζιαι κατεβήκαν στη Μεσαρκάν. Στη Μεσαρκάν εχωριστήκαν σε δκυό ομάδες τζι' εκτίσαν δκυό χωρκά.  το ένα που ήτουν οι σπαθάριοι μέσα εβκάλαν το Σπαθαρικόν τζιαι το άλλον Άι Γώρκη στο όνομα του χωρκού τους που εκρούσαν οι Σαρατζιηνοί, τον Άι Γιώρκη του Σπαθαρικού. 

Ο γαμπρός με τη νύφη επήαν τζι' εχωστήκαν στην ποταμοσιά που ονομάζεται Καταρράκτης δυτικά του χωρκού. Άμαν εξημέρωσεν εστραφήκαν πίσω στο χωρκόν τους,ηύραν το κρουσμένον τζια ρουχούνιν έν είσιεν μέσα. Επροχωρήσαν ανατολικά με το φόον μέσα τους τζιαι άμα ακούαν κατσιαρισμόν εχώνουνταν. Οι γονιοί τους εγυρίζαν τζιαι τζιείνοι τ α χωράφκια για να τους εύρουν τζι' εφωνάζαν τους. Σε μιάν ποταμοσιάν ακούσαν φωνές τζιαι ο γαμπρός είπεν της νύφης να χωστεί πίσω που κάτι βάτους τζιαι αγκαθκιές τζι' εν να πάει τζιείνος προσεκτικά να δεί ποιοί έιναι. Όσον τζιαι είαν τον αρωτήσαν τον πού είναι η νύφη η Ανθούσα τζιαι είπεν τους ότι εν χωσμένη μεσ' την αγκαθκιάν. Εκτίσαν τζιαμαί το χωρκόν τους τζιαι εβκάλαν το Ακανθού που τη νύφη που εχώστηκεν μέσ' την αγκαθκιάν. Εκτίσαν τζιαι μεγαλοπρεπή εκκλησιάν τζιαι αφιαιρώσαν την στον Σωτήρα Χριστόν που τους έσωσεν που τους Σαρατζιηνούς. 

Αντώνης Οικονόμου

 


Το πρωϊμώτερο φρούτο του χρόνου.

Ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός είναι ο πρώτος που έγραψε την ιστορία της Κύπρου το 1788 ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΝΗΣΟΥ ΚΥΠΡΟΥ. Στην ιστορία του αναφέρεται ότι τα χρυσόμηλα κοινώς βερύκοκα είναι εύγευστα και πρωιμώτερα παντός άλλου οπωρικού. 

Οι πρώτες χρυσομηλιές στον Άγιο Αμβρόσιο φυτεύτηκαν στην περιοχή ΤΣΙΟΠΠΟΣ η οποία ήταν φέουδο με περιβόλια μαι ανήκε σε Ενετούς από τη εποχή που οι Ενετοί κατέκτησαν την Κύπρο. Στα Ιταλικά τσιόππος σημαίνει κουτσός και όπως μας έλεγαν οι γηραιότεροι Αγιαμβροσίτες οι ιδιοκτήτες των περιβολιών ήσαν κουτσοί και οι κάτοικοι της γύρω περιοχής που εργάζονταν κοντά τους έλεγαν ότι θα πάνε στους τσιόππους καο παρέμεινε και το όνομα της τοποθεσίας Τσιόπποι. 

Τα χρυσόμηλα ωριμάζουν την πρώτη εβδομάδα του Μαϊου και μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα ήσαν τα πρώτα φρούτα που ωρίμαζαν στην Κύπρο και ακολουθούσαν τα κεράσια. Αρχές του εικοστού αιώνα εισήγαγαν στην Κύπρο τα μέσπιλα τα οποία ωριμάζουν πιό γρήγορα από τα χρυσόμηλα και τα μάσπιλα τα ονόμαζαν γενί-τουνιά δηλαδή, νέος-κόσμος. 

ΤΑΣ ΑΠΑΡΧΑΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΤΩ ΦΥΤΟΥΡΓΩ ΤΗΣ ΚΤΙΣΕΩΣ ΠΡΟΣΦΕΡΩΜΕΝ. Τα πρώτα χρυσόμηλα που ωρίμαζαν δεν τα έτρωγαν οι ιδιοκτήτες ούτε τα πουλούσαν αλλά τα πρόσφεραν στους φτωχούς που δεν είχαν χρυσομηλιές να φάνε εκείνοι πρώτα και μετά τα μικρά παιδιά σαν μνημόσυνο στους πεθαμένους και μετά να φάνε οι ίδιοι και να πουλήσουν. Θυμούμαι χαρακτηριστικά όταν ήμουν μικρό παιδί αρχές της δεκαετίας του 1950 που με έστελλε η μητέρα μου να πάρω χρυσόμηλα πχ στο Φαρταφούρτα ένα φτωχό αλλά πολύ καλό τεχνίτη και με ρωτούσε από πιό περιβόλι είναι. Όταν του έλεγα ότι εν που τα Καλοτζιαιρινά μου απαντούσε ΄ο Θεός μακαρίσει τον παππού σου τον Κονόμο που τες εφύτεψεν΄. 

Τα ερείπια των σπιτιών που έμεναν οι Ενετοί βρίσκονται στο περιβόλι που ανήκει στον Χατζή Μιχαήλ Χατζή Ευθυμίου γνωστόν ως Ττίναλλη στους πάνω Τσιόππους. Εκεί είναι και οι πρώτες χρυσομηλιές και η πρώτη δεξαμενή που κτίστηκε στον Άγιο Αμβρόσιο και υπάρχει και η χρονολογία με κοχύλια της θάλασσας στο τοίχωμα της δεξαμενής. Όταν οι Ενετοί εγκατέλειψαν την Κύπρο λόγω κατάληψης της από την Τουρκία πούλησαν τις περιουσίες τους και τις αγόρασαν οι κάτοικοι των οικισμών που εργάζονταν κοντά τους. Στην προκειμένη περίπτωση οι Ενετοί μαζί με τα άλλα υπάρχοντά τους που άφησαν πίσω, άφησαν και μιά μικρή εικονίτσα του Αγίου Αμβροσίου Μεδιολάνων. Την πήραν οι κάτοικοι και έκτισαν εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Αμβρόσιο. Η εικονίτσα αυτή βρισκόταν στο ιερό της εκκλησίας μέχρι και τον Αύγουστο του 1974 που το χωριό κατελείφθη από τους Τούρκους και οι κάτοικοί του εκδιώχθηκαν με τη βία των όπλων.

Οι κυριώτερες ποικιλίες χρυσομήλων είναι: Τα πρώμα, κοτσινούδκια, καρακαλλούδκια, ττουσουνούδκια, αθασωτά, διπλά κλπ. Στο γειτονικό χωριό Καλογραία τα κοτσινούδκια τα λένε Σερκούδκια διότι τα μπόλια για την ποικιλία αυτή τους τα έδωσε ο Σέργιος Οικονόμος ο οποίος είχε περιβόλια πολύ κοντά στο μονοπάτι που ένωνε το Άγιο Αμβρόσιο με την Καλογραία και του τα ζήτησαν οι γεωργοί που περνούσαν από το μονοπάτι αυτό,  προς τιμή του έδωσαν στην ποικιλία αυτή το όνομά του. Όλες οι ποικιλίες χρυσομήλων στον Άγιο Αμβρόσιο ήσαν γλυκοκόκκονες (γλυκύ κουκούτσι), τα πικροκόκκονα δεν τα μάζευε κανείς.

Αντώνης Οικονόμου

Ημερομηνία  γεννήσεως 31/1/1943


Άγιος Αμβρόσιος και οι ασχολίες των κατοίκων κατά τη διάρκεια του χρόνου

Συνηθίστηκε στην Κύπρο η κάθε κοσμοσυρροή να αποκαλείται πανηγύρι. Η έννοια βέβαια περικλείει τη σημασία και της χαράς. Με τέτοια σημασία της λέξης ο Άγιος Αμβρόσιος ζούσε και τους 12 μήνες του χρόνου σε ρυθμούς πραγματικού πανηγυριού. Σαν πρώτο είναι αναμφίβολα το μάζεμα των χρυσομήλων που διαρκούσε δυο μήνες από το Μάιο μέχρι τέλος Ιουνίου και πιο πέρα. Σ΄ αυτή την περίοδο όλα τα περιβόλια και οι δρόμοι του χωριού ήσαν γεμάτα κόσμο σχεδόν καθ’ όλο το εικοσιτετράωρο. Ακολουθούσε το θέρισμα των σπαρτών, το δεματοκουβάλημα και το αλώνισμα που κάλυπτε την περίοδο μέχρι και το μισό Αύγουστο σχεδόν για τους μεγάλους γεωργούς. Μετά τον Δεκαπενταύγουστο με το πανηγύρι της Παναγίας της Μελανδρύνας και του Αποστόλου Ανδρέα, όπου πήγαιναν μαζικά οι Αγιαμβροσίτες, άρχιζε η άδεια μαζέματος των χαρουπιών, οπότε και πάλιν ο κόσμος ομαδικά κατέκλυζε τα χωράφια φτάνοντας μέχρι και το τελευταίο δένδρο. Η εργασία αυτή κρατούσε συνήθως για τους μέσους γεωργούς για δυο περίπου βδομάδες. Για ορισμένους μεγάλους παραγωγούς η περίοδος κρατούσε μέχρι και ένα μήνα. Από αρχές Οκτωβρίου και ανάλογα με την παραγωγή μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου και πιο πέρα για ορισμένους οι Αγιαμβροσίτες ήσαν καθημερινά στο πόδι για το ελαιομάζεμα και τις αναμονές στα δυο ελαιοτριβεία του χωριού για το ξιλάισμα. Ο Δεκέμβρης ήταν ο μήνας της σποράς για τους γεωργούς, ενώ οι οικοκυρές ασχολούνταν με τις προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα και την ύφανση στις βούφες. Ακολούθως μέχρι να περάσουν καλά-καλά τα Χριστούγεννα και τα Θεοφάνεια με το καθιερωμένο σφάξιμο του χοίρου σε κάθε σπίτι, την ετοιμασία των θαυμάσιων καπνιστών και κάποια οικογενειακά τραπέζια, έρχονταν οι σήκωσες με κάποιους αρραβώνες συνήθως και φθάνουμε στο πενηνταήμερο και τις μεγάλες ετοιμασίες για την Λαμπρά. Μέσα σ’ όλα αυτά ήσαν οι συνεχείς εργασίες για την καλλιέργεια και το πότισμα των πάρα πολλών περιβολιών που βρίσκονταν περιμετρικά του χωριού.


Μιχαήλ Χαραλάμπους και το αυτοκίνητο του

Ο Μιχάλης ο δασοφύλακας, όπως ήταν γνωστός, εργαζόταν ως επιστάτης στο δασονομείο. Για να μεταβαίνει στην εργασία του από τον Άγιο Αμβρόσιο όπου διέμενε είχε αρχικά μια μοτοσυκλέτα. Αργότερα απέκτησε ένα  μικρό αυτοκίνητο για το οποίο περηφανευόταν. Δεν είχαν και πολλοί αυτοκίνητο στο χωριό τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας της Κύπρου. Μια μέρα πώλησε το παλιό αυτοκίνητο στη Λευκωσία. Κάθε απόγευμα μετά τη συμπλήρωση της εργασίας του, πολύ κοινωνικός καθώς ήταν, πήγαινε στα καφενεία του χωριού που βρίσκονταν στον περίγυρο της εκκλησίας.

Εκεί που έπινε τον καφέ του και συνομιλούσε με τους συγχωριανούς κατέφθαναν ένα–ένα από τη Λευκωσία τα αυτοκίνητα της γραμμής δηλαδή τα λεωφορεία του Γιαννακό, του  Μάρκου, του Σιππούρα και τελευταίο του Καμπούρη. Καθημερινά σχεδόν κάποιος από τους επιβάτες πλησίαζε τον Μιχάλη καθόταν πλάι του και μετά τον πρώτο χαιρετισμό τον πληροφορούσε ότι στη Λευκωσία είδε το αυτοκίνητο του. Ο Μιχάλης με το άκουσμα της είδησης που του φαινόταν ίδιος με χαιρετισμό από παλιό φίλο με πολλές κοινές αναμνήσεις φώναζε στον καφετζή να κεράσει τον συγχωριανό του που του έφερνε τα καλά νέα.

Αυτό συνεχιζόταν για αρκετό καιρό μέχρι τη μέρα που ο ίδιος μετέβη στη Λευκωσία για δουλειές. Κατά το μεσημέρι που θα επέστρεφε στο χωριό με τη γραμμή το λεωφορείο πέρασε έξω από κάποιους μηχανικούς. Τότε ο Μιχάλης αντίκρισε το αυτοκίνητο του πεταμένο στην άκρη με ανοικτές τις πόρτες και βγαλμένη τη μηχανή. Κατάλαβε ότι τα χαιρετίσματα που του έφερναν τακτικά οι συγχωριανοί και αυτός κερνούσε καφέδες ήταν για μια μάζα παλιοσίδερα μάλλον παρά για το αγαπημένο του αυτοκίνητο. Μα εν έτσι που το θωρούσαν ακούστηκε να λέγει και εγώ τους κερνούσα.

Σάββας Ξιούρης

30 Αυγούστου 2017  


Αγιαμβροσίτες και η πλήρης αξιοποίηση και ανακύκλωση διαθέσιμων πρώτων υλών

Οι Αγιαμβροσίτες καθώς ζούσαν σ’ ένα πολύ πλεονεκτικό περιβάλλον από πλευράς φυσικής ομορφιάς, πλούσιο σε χλωρίδα και πανίδα, έμαθαν να αξιοποιούν στο έπακρο κάθε τι που πρόσφερε η φύση. Τίποτε δεν πήγαινε χαμένο. Πολλά μάλιστα υλικά έβρισκαν διάφορες χρήσεις μετατρεπόμενες από μορφή σε μορφή. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι ακόμη και τα πορίζια της αγριελιάς χρησιμοποιούνταν για βεργόξυλα για τα ξόβεργα, οι λυάδες λεπτά τρυφερά μέρη τηςσχοινιάς για καλαθοπλεκτική, τα σκληνίτζια για να πλάθουν πανέρια και ταλάρια για την κατασκευή των χαλουμιών ή για να περνούν το ψάρι ανά μισή οκά. Αγόραζες μια ή δύο κλωστές ψάρι και όχι μισή ή μια οκά.

Στις περιπτώσεις των κλαδεμάτων των δένδρων ή τυχαίες πτώσεις μεγάλων κλώνων από τα δένδρα λόγω πολυκαρπίας ή δυνατού ανέμου κ.λπ. μεταφέρονταν κλαδιά στα οικιακά ζώα, αίγες ή πρόβατα για να φάνε τα φύλλα και να μετατραπούν σε γάλα, χαλούμι ή κρέας. Στη συνέχεια τα ξερά κλαδιά και ξύλα καίγονταν στο φούρνο ή στη νιστιά για το ψήσιμο των ψωμιών ή του καθημερινού φαγητού. Το χειμώνα τα αναμμένα κάρβουνα που έμεναν μέσα στο φούρνο μετά το ψήσιμο των ψωμιών τα έβαζαν μέσα σε ένα μεγάλο τενεκέ, τα έσβηναν τοποθετώντας από πάνω λίγη στάχτη και βρεγμένη σακούλα και κάθε βράδυ έβαζαν λίγα αναμμένα κάρβουνα στο μαγκάλι  συμπλήρωναν με τα σβηστά και όλη η οικογένεια όσο μεγάλη και να ήταν  ζεσταινόταναπ’ αυτό το μαγκάλι.  Στο τέλος και αυτός ο στακτός χρησιμοποιείτο για την κατασκευή της αλουσίβας για το λούσιμο ή για το πλύσιμο των ρούχων, για το άσπρισμα του σησαμιού, το κόχλασμα των κουκουλιών ή και για θεραπευτικούς σκοπούς στα ζώα με την επάλειψη πληγών σε περιπτώσεις τραυματισμών τους ή κατά το ευνούχισμα (μνούσιησμα) των αρσενικών χοίρων και γαϊδουριών.

Η εκτροφή μεταξοσκώληκα ήταν μια από τις πολλές ασχολίες των γυναικών του Αγίου Αμβροσίου. Από το μεταξοσκώληκα έπαιρναν το μετάξι και τα κουκκούλια για τα ωραία υφαντά στις βούφες που διατηρούσαν όλες στα σπίτια τους. Πέραν των κύριων αυτών προϊόντων οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν τις πουμπουρίες δηλαδή τις κάμπιες του μεταξοσκώληκα μετά τη διαδικασία εξαγωγής του μεταξιού ως θαυμάσιο δόλωμα για το ψάρεμα των μελάνων. Πολλοί μάλιστα διατηρούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα τις πουμπουρίες σε αλμυρό νορό χαλλουμιών.       

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι όλες οι ποικιλίες χρυσομήλων στο χωριό ήταν γλυκοκόκκονες με αποτέλεσμα αυτές να χρησιμοποιούνται ως παιχνίδι, εμπορεύσιμο είδος με την κούνα να αποτελεί άριστη πρώτη ύλη στη ζαχαροπλαστική. Σήμερα μάλιστα γίνεται λόγος και για τις φαρμακευτικές της  ιδιότητες.

Από τα πιο πάνω γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι τέτοια πολιτική θα έπρεπε συντονισμένα να ακολουθούν οι σύγχρονες κοινωνίες γιατί όλο και περισσότερο λιγοστεύουν οι πόροι επιβίωσης.


Επικοινωνία