Συνδεση



Γενικά

Γιωρκής Χατζησέργης και η ανοχή του πονόδοντου

Ο Γιωρκής Χατζησέργης ήταν ένας ευθυτενής βρακοφόρος πάντοτε καλοντυμένος κατά τις Κυριακές και τις επίσημες γιορτές, αλλά σκληροδουλευτής όσο λίγοι τις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας. Ήταν ο άντρας που μπορούσε να υπομένει αγόγγυστα πολλές κακουχίες και στερήσεις. Σε κάποιο στάδιο παραπονιόταν για συνεχείς πονοκεφάλους. Τα γνωστά δισκία «ΑΣΠΡΟ» με το οποίο άρχισε η θεραπεία του δεν απέδιδαν τίποτε.

Έψαξε το πρόβλημα σε διάφορους παθολόγους με κοινή κατάληξη ότι πρόκειται για πρόβλημα στα δόντια με συμβουλή την πλήρη αφαίρεση τους και τοποθέτηση σιαγόνων. Αρχικά στενοχωρήθηκε,γιατί νόμιζε ότι είχε γερά δόντια όπως φαίνονταν εξωτερικά. Το πρόβλημα όπως του εξήγησαν ήταν στην ρίζα τους.

Ακούοντας τον παθολόγο που εμπιστευόταν περισσότερο επισκέφθηκε άμεσα συγκεκριμένη γυναίκα οδοντίατρο στη Λευκωσία που του σύστησαν προηγουμένως. Η οδοντίατρος του εξήγησε την ακολουθητέα πορεία λέγοντας του ότι η αφαίρεση των δοντιών θα διεξαγόταν σταδιακά ανά δύο-τρία κάθε φορά μέχρι το τέλος. Συμφώνησαν και άρχισε δουλειά η γιατρός.

Στην καρέκλα ο Γιωρκής και από πάνω η γιατρός με το κεφάλι του ασθενούς στην αγκαλιά της και τα σκέλη της να εφάπτονται της βράκας. Αφού αφαίρεσε τα δύο πρώτα δόντια ρώτησε τον ασθενή αν θα μπορούσε να συνεχίσει και για τρίτο ή θα το άφηναν για την επόμενη επίσκεψη. Στο σημείο αυτό ο    Χατζησέργης της απάντησε ότι όπως τον είχε αγκαλιασμένο με τα απαλά της χέρια θα μπορούσε να τα βγάλει και όλα στην πρώτη του επίσκεψη.


Τριζογύρα ως το κατ΄εξοχή λαμπριάτικο παιχνίδι στον Άγιο Αμβρόσιο

Η Τριζογύρα ήταν το κατ’ εξοχή παραδοσιακό έθιμο και παιχνίδι της Λαμπρής για τους Αγιαμβοσίτες. Η διαδικασία άρχιζε μήνες πριν την Λαμπρή με την επιλογή ενός μεγάλου ορθόκορμου πεύκου από το διπλανό δάσος. Την Αγία Εβδομάδα αποκοπτόταν το δένδρο και μεταφερόταν στην αυλή της εκκλησίας. Η μεταφορά στα παλιά χρόνια γινόταν με ζευγμένα βόδια και στη συνέχεια με τρακτέρ που έσερνε το βαρύ φορτίο στην αυλή της εκκλησίας με τον Χατζηκκολή ή τον Κυριάκο Φωτίου να έχουν το γενικό πρόσταγμα. Ειδικοί τεχνικοί, πελεκάνοι ή ασχολούμενοι με το επάγγελμα του υλοτόμου, όπως οι Σταυρής του Σοφόκλη, Ανδρέας Κκέλης, Σάββας Μίτας, Κυριάκος Φιλής κ.ά., πλαισιωμένοι από μεγάλο αριθμό νέων του χωριού  ζύγιζαν και έστηναν την Τριζογύρα το Μεγάλο Σάββατο.

 

Η τεχνική και φιλοσοφία του παραδοσιακού αυτού μοναδικού εθίμου προνοούσε την φύτευσηστη γη ενός μέρους του κορμού του πεύκου σε βάθος ενάμιση περίπου μέτρου. Το  στερέωναν καλά με πέτρες και γύψο με το ένα μέρος να εξέχει άλλο ενάμιση μέτρο και με το πάνω του μέρος σε σχήμα κυλινδρικού κώνου. Σ’ αυτό το σημείο τοποθετούσαν το κύριο μέρος του πεύκου, μήκους 15 περίπου μέτρων ζυγισμένο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ισοζυγίζει με το βάρος ενός ανδρός στο μακρύ και λεπτό μέρος του κορμού, του μουττοφόρου, όπως ονομάζεται και με το βάρος 6-7 ανδρών στο χονδρό μέρος του κορμού.  Στο σημείο στήριξης των δυο τεμαχίων  σχηματιζόταν κένωμα αντίστοιχο με τον κώνο του κάθετου μέρους. Στο σημείο επαφής τοποθετούσαν κάρβουνα και πετρέλαιο, ούτως ώστε να τρίζει.

 

Κατά τη λειτουργία της Τριζογύρας ανέβαιναν άνδρες στον οριζόντιο κορμό ώστε να ισοζυγίσει με τον ένα που καθόταν στον «μουττοφόρο». Στη συνέχεια σπρωχνόταν σε περιφορά γύρω από τον κάθετο άξονα από 5-6  άνδρες. Η περιστροφή της Τριζογύρας γύρω από τον άξονα άκολουθούσε φορά αντίθετη με τους δείκτες του ρολογιού. Ένας λόγος που μπορεί να λεχθεί για αυτή την επιλογή είναι γιατί το δεξί χέρι και πόδι έχει περισσότερη δύναμη τόσο για το σπρώξιμο όσο και για τη γρήγορη απομάκρυνση των ανδρών  που έσπρωχναν σε ασφαλή χώρο εκτός της περιμέτρου του μουττοφόρου. Η τριβή των καρβούνων με το πετρέλαιο δημιουργούσε ένα δυνατό θόρυβο (τρίξιμο) που ακουγόταν σε μεγάλη απόσταση και από τον οποίο πήρε και το όνομά της Τριζογύρα (γύριζε και έτριζε ταυτόχρονα). Κάθε διαδικασία διαρκούσε 5-6 λεπτά και στη συνέχεια εναλλασσόντουσαν οι πρωταγωνιστές, ενώ οι νέοι και νέες και γενικά όλοι οι κάτοικοι της κοινότητας παρακολουθούσαν από τη διπλανή υπερυψωμένη αυλή της εκκλησίας του Αγίου Αμβροσίου.

 

Το παιχνίδι ήταν πραγματικά πολύ επικίνδυνο και απαιτούσε ευελιξία, γρήγορες και προδιαγεγραμμένες κινήσεις, ακροβατικές δεξιότητες και συνεχή εγρήγορση. Κάθε πιθανό λάθος θα είχε συνέπειες γι΄αυτό οι συμμετέχοντες πρόσεχαν και τον εαυτό τους αλλά και τους υπόλοιπους.


Θωμάς Κυρατζής και Σωτήρης Χατζησάββας(Ψάλτης) και η πρωταρχική ενέργεια κατά την κατάληψη υψωμάτων

Ο ελλαδίτης αξιωματικός εξηγούσε στους νεοσύλλεκτους εθνοφρουρούς για τη σημασία της κατάληψης υψωμάτων με έμφαση στην προετοιμασία  της επιχείρησης, τη συλλογή και αξιολόγηση όλων των πληροφοριών, τον τρόπο και χρόνο δράσης των ημετέρων δυνάμεων, τη δύναμη πυρός που θα χρησιμοποιηθεί, την ανάγκη για αιφνιδιασμό και παραπλάνηση του εχθρού και άλλα σχετικά. Το όλο μάθημα φαινόταν εξαιρετικά ενδιαφέρον  και με τον ενθουσιασμό που ενέπνεε ο εκπαιδευτής και τα σχεδιαγράμματα που παρουσίαζε γινόταν ακόμη πιο ελκυστικό. Στο μεταξύ το όλο πρόγραμμα εκπαίδευσης μετά το θεωρητικό μέρος προνοούσε πρακτική εξάσκηση της μονάδας χωρισμένης μάλιστα στα δύο. Το ένα μέρος θα ήταν οι επιτιθέμενοι και το άλλο οι αμυνόμενοι.Προχωρούσε η μέρα προς το μεσημέρι και ο αξιωματικός προτού προχωρήσει στο πρακτικό μέρος ανακεφαλαίωσε τα λεχθέντα. Για καλύτερη μάλιστα συμμετοχή των ανδρών στο μάθημα υπέβαλλε και μερικές ερωτήσεις στις οποίες για μεγάλη ικανοποίηση του λάμβανε ορθές απαντήσεις. Δεχόταν  επίσης απορίες τις οποίες επεξηγούσε ώστε να μη υπάρχουν κενά. Εκεί που φαινόταν να τελειώνουν όλα μια χαρά τους είπε πως όλα πήγαν θαυμάσια. Καταλήφθηκε το ύψωμα χωρίς απώλειες των ημετέρων δυνάμεων. Ρώτησε στη συνέχεια πώς θα έπρεπε να δράσουν οι επιτεθείσες δυνάμεις. Ποια ενέργεια θεωρείτο άμεση και πρωταρχικής σημασίας. Η ορθή απάντηση στο ερώτημα, όπως εξάλλου το επεσήμανε ο ίδιος προηγουμένως είναι να οργανωθεί η άμυνα στο ύψωμα, τόσο στο πρανές όσο και στο αντιπρανές. Αντί αυτής της απάντησης οι Θωμάς και Σωτήρης ταυτόχρονα απάντησαν ότι έπρεπε να φτιάξουν τα μαγειρεία. «Τα μαγειρεία, κύριε λοχαγέ, τα μαγειρεία». Ήσαν και οι δυο γνωστοί για τις γαστρονομικές τους ευαισθησίες και δεν θα μπορούσαν να δώσουν άλλη απάντηση.  

 


Χρίστος Κουρτής-Κιάμηλος και η ζητηθείσα παράταση από το δικαστήριο

Με τέτοιες δραστηριότητες ο Κιάμηλος δεν ήταν δυνατό να μη κατηγορηθεί και να οδηγηθεί στο δικαστήριο. Ίσως να μη υπάρχει περίπτωση παραθαλάσσιας κοινότητας με κόσμο που ασχολείται με τέτοιου είδους ριψοκίνδυνες δραστηριότητες που να μη έχει τραυματισμούς ή και θύματα. Πάντοτε ο τραυματισμός ή η απώλεια προσώπου ήταν πρόβλημα, αλλά πρωτίστως σε μια εποχή που δεν υπήρχε καθόλου κοινωνική πρόνοια. Γι’ αυτό τα δικαστήρια επέβαλλαν αυστηρές ποινές στους παρανομούντες. Απάγγειλε λοιπόν ο δικαστής την κατηγορία στον Χρίστο Κουρτή ότι ψάρευε με μη επιτρεπτά μέσα και του επέβαλε πέντε λίρες πρόστιμο λέγοντας του ότι δεν θα ήθελε να τον ξαναδεί μπροστά του. Άκουσε την ποινή ο Κιάμηλος που ήταν πράγματι ψηλή με τα τότε δεδομένα. Σκέφθηκε για λίγο και αποτεινόμενος προς τον δικαστή του είπε. «Ακόμη μια φορά, κύριε δικαστά». «Γιατί ακόμα μια φορά,  κύριε Χρίστο»; Ρώτησε ο δικαστής. «Ε πού να βρω τις πέντε λίρες για το πρόστιμο»; «Να σου τις δώσω εγώ και μη πας» απάντησε ο δικαστής.


Χρίστος Κουρτής-Κιάμηλος και ο επιούσιος άρτος

Ένα πρωί η γυναίκα του Κιάμηλου Ελένη ετοίμασε (ενετζίνησε, ανακαίνισε) το προζύμι για να ζυμώσει ψωμιά για την οικογένεια της. Κατά γενικό κανόνα οι περισσότερες οικογένειες στον Άγιο Αμβρόσιο είχαν το δικό τους σιτάρι αποθηκευμένο στα σέντε. Κάθε μήνα περίπου, ανάλογα με τη σύσταση της οικογένειας, έπλεναν μια ποσότητα σιταριού, το στέγνωναν στον ήλιο και το άλεθαν αλεύρι στους αλευρόμυλους της συνεργατικής ή της Μαρίτσας του Χατζηκκολή. Από το αλεύρι αυτό, που φυλαγόταν συνήθως σε πιθάρι, έπαιρναν κάθε Σάββατο πρωί για το ζύμωμα. Η Ελένη συγκαταλεγόταν στα άτομα που δεν είχαν δική τους παραγωγή σιταριού και αγόραζαν αλεύρι από το Συνεργατικό. Εκείνο το πρωί το αλεύρι δεν αρκούσε για την πολυμελή οικογένεια της. Το ανέφερε στον άνδρα της ζητώντας του να μεταβεί στο Συνεργατικό του Φωτή να της φέρει. Ο Χρίστος πήρε την εντολή. Ήταν περήφανος άνθρωπος παρά τους ελλιπείς εισοδηματικούς πόρους. Δεν ήθελε ούτε να υποχρεώνεται ούτε να χρωστεί σε κανένα. Στη συγκεκριμένη στιγμή δεν είχε καθόλου χρήματα. Σκέφτηκε ποιο δρόμο να πάρει για να εξασφαλίσει κάποια έστω μόνο για το ψωμί των παιδιών του. Να ανηφορήσει προς το βουνό ή να κατηφορίσει προς τη θάλασσα.


Μιχάλης Πιρίντζης και η πέρκα στο Αλακάτι

Μέχρι το 1950 και λίγο μετά ακόμη η περιοχή Αλακάτι του Πλατυμάτη στον Άγιο Αμβρόσιο με τον αγροτικό οικισμό του έσφυζε από ζωή. Πάρα πολλοί χωριανοί είχαν εκεί τα μικρά αγροτικά σπίτια τους και τα αλώνια τους και διέμεναν για μεγάλο χρονικό διάστημα για να ανταποκρίνονται πιο εύκολα στις αγροτικές εργασίες τους. Τέτοιες ήσαν η  ετοιμασία και σπορά των χωραφιών, το θέρισμα, το αλώνισμα με τις δουκάνες, η μεταφορά του σιταριού στο σπίτι, το μάζεμα των χαρουπιών και των ελιών, η καλλιέργεια εποχικών κυρίως άνεδρων και άλλες εργασίες που παρουσιάζονταν στο ενδιάμεσο. Ο Μιχάλης Πιρίντζης-Τάκκας, νεαρός τότε, συνόδευε τους γονείς του που είχαν μεγάλο κτήμα μπροστά ακριβώς από το ωραιότατο σε φυσική ομορφιά Τρουλλί, που περιλάμβανε και το ίδιο το πηγάδι με το αλακάτι από το οποίο πήρε και το όνομα η περιοχή. Εκεί εκτός από την ενασχόληση του με τις γεωργικές δουλειές των γονιών του απολάμβανε επί καθημερινής βάσης το θαλάσσιο μπάνιο κατά τα καλοκαίρια και το ψάρεμα με καλάμι και σκαρκές. Με τα ίδια ασχολούνταν και άλλοι νέοι που είχαν τα καταλύματα στην περιοχή και πολλοί νέοι από την Κυθραία που διέμεναν εκεί τα καλοκαίρια για να απολαύσουν τη θάλασσα.


Χριστάκης Σαββή Κυρατζής και το μεγαλείο του ηθικού του αναστήματος

Ο Χριστάκης του Σαββή ήταν γεωργός και περβολάρης στο χωριό. Κάποτε μετανάστευσε στην Αγγλία με την οικογένεια του αλλά πολύ σύντομα επέστρεψε στον Άγιο Αμβρόσιο και καταπιάστηκε με τη γη του. Το σπίτι του ήταν στην είσοδο του χωριού και το περιβόλι με τα πρώιμα χρυσόμηλα στην τοποθεσία Λίβας στα βόρεια ανατολικά του χωριού. Μια μέρα ξεκίνησε με τη γυναίκα του Μαρία και τα ζωντανά του να μεταβούν στο περιβόλι για να μαζέψουν τα χρυσόμηλα. Όπως κατηφόρισαν στο μονοπάτι και φάνηκε μέσα από τους άγριους θάμνους και το ψηλό φράκτη το περιβόλι του ο Χριστάκης σταμάτησε το ζώο του και έγνεψε και στη γυναίκα του που ακολουθούσε με άλλο γαϊδούρι να κάνει το ίδιο. Τι είναι Χριστάκη; Ρώτησε η Μαρία.



Επικοινωνία